- ξυλιάζω
- ξύλιασα, ξυλιασμένος1. μτβ., κάνω κάποιον να γίνει αλύγιστος σαν ξύλο: Η παγωνιά μού ξύλιασε τα δάχτυλα.2. αμτβ., γίνομαι αλύγιστος σαν ξύλο: Ξύλιασαν τα χέρια μου από το κρύο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.